- αναταραγμός
- ο1) см. ανατάραγμα; 2) волнение (на море)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναταραγμός — ο 1. ανατάραγμα, αναταραχή 2. ψυχική ταραχή, εξέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek
ανατάραγμα — το, ατος και αναταραγμός, ο και ανατάραξη, η ανακίνηση, ανάσειση: Το φάρμακο πριν το πιεις θέλει ανατάραγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)